φρασεολογικός

φρασεολογικός
η , ό[ν] фразеологический

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "φρασεολογικός" в других словарях:

  • φρασεολογικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φρασεολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρασεολογία. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1834 στον Γεώργιο Χρυσοβέργη] …   Dictionary of Greek

  • φρασεολογικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φρασεολογία (βλ. λ.), που είναι της φρασεολογίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»